- λαχανόπωλις
- λαχανόπωλιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχανοπώλις — η (Α λαχανόπωλις, ώλιδος) βλ. λαχανοπώλης … Dictionary of Greek
λαχανοπώλιδος — λαχανόπωλις fem gen sg λαχανοπώλης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανόπωλιν — λαχανόπωλις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπώλης — ο, θηλ. λαχανοπώλις και λαχανοπωλήτρια (Α λαχανοπώλης, θηλ. λαχανόπωλις και λαχανοπωλήτρια) αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης] … Dictionary of Greek